αζωθαιμία

αζωθαιμία
Με τον όρο αυτό εννοούμε την αύξηση της ουρίας στο αίμα (και γενικότερα του αζώτου) σε επίπεδα πάνω από το φυσιολογικό, χωρίς όμως ο ασθενής να εκδηλώνει συμπτώματα. Όσο προχωρεί η βλάβη των νεφρών, τόσο αυξάνεται η ουρία του αίματος. Από ένα σημείο δε και μετά, η αύξηση της ουρίας και του υπολειπόμενου αζώτου δίνει συμπτώματα κλινικά, οπότε μιλάμε για ουραιμία.
* * *
η Ιατρ.
η αύξηση στο αίμα τού υπολειπόμενου αζώτου, δηλαδή τών αζωτούχων ουσιών τού πλάσματος τού αίματος εκτός από τα λευκώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. azotemia, νεολατ. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άζωτο* + -αιμία* < αίμα. Στη Νεοελληνική χρησιμοποιήθηκαν δύο τύποι για την απόδοση τού όρου, ο τ. αζωτοαιμία και ο τ. αζωθαιμία (με -θ- λόγω τής δασύτητας του β' συνθ. αἷμα), ο οποίος και επικράτησε].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αζωθαιμικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αζωθαιμία 2. (για πρόσωπα) αυτός που πάσχει από αζωθαιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. αζωθαιμία, πρβλ. αγγλ. azotemic] …   Dictionary of Greek

  • υπεραζωθαιμία — η, Ν ιατρ. αύξηση τής ποσότητας τών αζωτούχων ενώσεων τού αίματος και ιδίως τής ουρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hyperazotemie < hyper (< υπερ *) + azotemie (βλ. αζωθαιμία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”